άξαφνος

άξαφνος
η , ο внезапный, неожиданный;

§ ήταν από τ' άξαφνα — мы этого не ожидали;

это было совсем неожиданным для нас

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άξαφνος" в других словарях:

  • άξαφνος — η, ο ξαφνικός, αιφνίδιος: Ο γυρισμός του γιου τους ήταν άξαφνος· το ουδ. ως ουσ., το άξαφνο απρόοπτο (κακό): Το κακό που τους βρήκε ήταν μεγάλο κι άξαφνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) …   Dictionary of Greek

  • έξαφνος — η, ο και άξαφνος [έξαφνα] αιφνίδιος, απρόοπτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»